Μία ημέρα πριν την πρεμιέρα της παράστασης της κεντρικής σκηνής του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων με τίτλο “801,5 m” o Χάρης Πεχνλιβανίδης, σκηνοθέτης της παράστασης και καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ, μιλά στην Σέβη Ευθυμίου και το Ioanninaabout.gr για το “Θέατρο Ντοκουμέντο”, την τραγική ιστορία του Βαγγέλη Γιακουμάκη, που λειτούργησε ως αφορμή για την δημιουργία του “801,5 m” αλλά και για την θέση της τέχνης μέσα στην δυστοπική πραγματικότητα που βιώνει η κοινωνία.
“Ήταν Φεβρουάριος του 2015 στα Ιωάννινα όταν ο νεαρός φοιτητής έφυγε από τη ζωή. Δεν γνωρίζουμε τι μπορεί να σκεφτόταν, τι να ήθελε να πει παρά μόνο ερμηνείες είμαστε ικανοί να κάνουμε. Η παράσταση θεάτρου ντοκουμέντο 801,5 m της Κεντρικής Σκηνής του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων είναι ο χώρος όπου μας επιτρέπονται αυτές οι ερμηνείες. Η υπόθεση του Βαγγέλη Γιακουμάκη αποτελεί την αφορμή να ακούσουμε αυτούς που δεν τους δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να μιλήσουν. “
Η παράσταση 801,5 m παίρνει αφορμή από την τραγική ιστορία του Βαγγέλη Γιακουμάκη που συνέβη στην πόλη των Ιωαννίνων το 2015. Πόσο εύκολο ήταν να προσεγγίσετε το συγκεκριμένο θέμα και να το μετουσιώσετε σε θεατρικό έργο;
Η υπόθεση του Βαγγέλη Γιακουμάκη λειτουργεί στην παράσταση μας ως αφορμή για να θεματοποιήσουμε το μείζον κοινωνικό πρόβλημα της μη αποδοχής του άλλου. Αυτού που για διάφορους λόγους θεωρείται αδύναμος και ανεπαρκής να ενταχθεί σε μια ομάδα. Η θεατρική μεταφορά της ιστορίας εγκυμονούσε πολλούς κινδύνους πράγμα που έκανε την αρχική σύλληψη της ιδέας αρκετά δύσκολη. Έπρεπε λοιπόν να γίνει με αρκετή προσοχή γιατί αναφερόμαστε σε ένα παιδί το οποίο έφυγε από τη ζωή και οι μνήμες της πράξης αυτής είναι ακόμα νωπές.
Το συγκεκριμένο είδος παράστασης συγκαταλέγεται στο «Θέατρο Ντοκουμέντο», στο οποίο σκηνοθέτης καλείται να λειτουργήσει ταυτόχρονα ως δημοσιογράφος ή/και ως ιστορικός. Πως βιώσατε εσείς αυτή την εμπειρία;
Όντως ως σκηνοθέτης της παράστασης πέρασα από αυτή τη φάση της δημοσιογραφικής έρευνας αλλά αυτή σταμάτησε γρήγορα. Το Θέατρο Ντοκουμέντο μπορεί να στηρίζεται σε ένα πραγματικό γεγονός και να χρησιμοποιεί αρχειακό υλικό παρόλαυτά παραμένει θεατρικό είδος που αυτό σημαίνει ότι εμπεριέχει το κομμάτι της μυθοπλασίας. Έτσι λοιπόν ο σκηνοθέτης στο το είδος αυτό, κατά τη γνώμη μου, χρειάζεται να εμπνέεται από τη δημοσιογραφική/ιστορική έρευνα και να μεταφράζει τα ευρήματα της σε θεατρική πράξη.
Το «801,5 m» φέρνει ξανά στην επιφάνεια το ερώτημα: «Γιατί δεν με δέχονται;» Θεωρείτε ότι απαντάτε τελικά σε αυτό το ερώτημα;
Στις παραστάσεις που σκηνοθετώ προσπαθώ να αφήνω τα ερωτήματα ανοιχτά, χωρίς απάντηση. Πιστεύω ότι το θέατρο οφείλει να θέσει τα ερωτήματα και να δώσει πιθανότητες απαντήσεων στις οποίες θα προστεθούν και αυτές των θεατών. Έτσι, τα ερωτήματα πυροδοτούν τη φαντασία και με αυτόν τον τρόπο ενδεχομένως να μπορέσουμε να αντιληφθούμε με μη αναμενόμενους τρόπους τη ζωή μας.
Τι σκοπέλους ή και φόβους ενδεχομένως κληθήκατε να αντιμετωπίσετε ερχόμενος σε επαφή με την ιστορία του Βαγγέλη Γιακουμάκη;
Αυτό που αντιμετωπίσαμε σαν ομάδα καθώς δουλεύαμε την παράσταση ήταν ότι ήρθαμε αντιμέτωποι με τη σκληρότητα της ανθρώπινη φύσης και πιο συγκεκριμένα με τη βαρβαρότητα που χαρακτηρίζει τις κλειστές ομάδες. Δεν μπορούμε να μιλάμε πλέον για φόβο αλλά για απογοήτευση σχετικά με την κοινωνία την οποία συνδημιουργούμε. Η ανακλαστική αντίδραση όμως είναι να σκεφτούμε άμεσους πρακτικούς τρόπους για να αλλάξει αυτή η δυστοπία.
Τι προσδοκάτε να αφουγκραστεί ο θεατής στο τέλος της παράστασης;
Φεύγοντας από την αίθουσα να παραμείνει για λίγο σιωπηλός και να αναλογιστεί τη δύναμη που έχει ο καθένας ως αυτόνομο άτομο. Τη δύναμη να αποτρέψει να υπάρξουν άλλες τέτοιες τραγικές ιστορίες.