Η Βρωμιά, το συγκλονιστικό έργο του Robert Schneider για τον «ξένο» ανάμεσα μας, την μοναξιά, την ελπίδα και τα όνειρα που ξεπερνούν τα σύνορα, έρχεται στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Ιωαννίνων για τρεις παραστάσεις την Παρασκευή 16/2, το Σάββατο 17/2και την Κυριακή 18/2 . Ο Κωνσταντίνος Φάμης, ενσαρκώνει το ρόλο του Σαντ, και λίγες ήμερες πριν τον απολαύσουμε επί σκηνής μιλά στο Ioanninaabout.gr και την Σέβη Ευθυμίου για το δικό του προσωπικό ταξίδι μέσα στις σελίδες του Schneider.
Η «Βρωμιά» του Robert Schneider είναι ένα έργο – γροθιά στο στομάχι, θίγοντας βαθιά κοινωνικά ζητήματα όπως ο ρατσισμός, η μετανάστευση, η μοναξιά, ο φόβος αλλά και τα όνειρα. Όταν ήρθες σε επαφή πρώτη φορά με το έργο τι συναισθήματα και σκέψεις σε κατέκλυσαν;
Με συγκίνησε αυτός ο χαρακτήρας. Τον κατάλαβα και τον συμπόνεσα τον Σαντ. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ πόσο σημαντικό είναι για κάποιον να ζει νόμιμα σε μια χώρα και πόσο επηρεάζει την ψυχολογία του να έχει χαρτιά και να νιώθει ότι έχει ταυτότητα. Ότι είναι κάποιος δηλαδή και αξίζει την προσοχή. Έβλεπα πρόσφατα και μια ταινία, την «Καπερναουμ» και μια φράση της ταινίας μου θύμισε πολύ την «Βρωμιά». Προκειμένου να μεταναστεύσει ένα 12χρονο παιδί, κάποιος του ζητούσε ταυτότητα για να «αποδείξει ότι είναι άνθρωπος». Επίσης, με άγγιξε και ταυτίστηκα σε πολλά σημεία, χωρίς να είμαι μετανάστης. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό ψυχογράφημα ενός βαθιά ευαίσθητου και περήφανου ανθρώπου.
Πιστεύεις ότι στην εποχή που διανύουμε είναι πιο επίκαιρο από ποτέ;
Όταν πρωτοανέβασα την Βρωμιά το 2015 – με το ρεύμα της μετανάστευσης στη χώρα μας τότε – νόμιζα ότι το έργο ήταν πιο επίκαιρο από ποτέ. Νομίζω πως διαψεύστηκα διότι δεδομένων όλων αυτών που ζούμε και με αφορμή αυτές τις αλλαγές και τις προσπάθειες που γίνονται για θέματα όπως οι γυναικοκτονίες, το metoo, η κακοποίηση, η βία όπως και η αποδοχή του διαφορετικού, μου επιβεβαιώνουν ότι ο Σνάιντερ που έγραψε το έργο 25 περίπου χρόνια πριν, περιγράφει την σημερινή πραγματικότητα. Γι όλα αυτά μιλά ο Σαντ. Δεν είναι απλώς ένα έργο για έναν μετανάστη. Έχει πολλές ψυχολογικές και φιλοσοφικές προεκτάσεις που αφορούν όλους μας, ακόμα κι αν ζούμε στην χώρα που γεννηθήκαμε. Και ακριβώς γι αυτόν τον λόγο είναι τόσο σπουδαίο.
Πως καλείσαι να αντιμετωπίσεις έναν τέτοιο μονόλογο, με γρήγορες συναισθηματικές εναλλαγές, μεταπτώσεις και με άξαφνες δραματικές κορυφώσεις; Και πως αποφορτίζεσαι στην πορεία ;
Είναι μια από τις πιο δύσκολες διαδικασίες που έχει χρειαστεί να μπω ως ηθοποιός. Η μεγαλύτερη πρόκληση. Ιδίως στην περίπτωση αυτού του ρόλου που έχει όλα όσα ανέφερες. Χρειάζεται να είμαι σε ετοιμότητα. Το νευρικό μου σύστημα, το σώμα μου, η φωνή μου και η φαντασία μου. Η αποφόρτιση μετά τις πρώτες παραστάσεις κρατούσε περισσότερη ώρα. Με το πέρας των παρατάσεων βρίσκει κανείς τρόπους να ηρεμεί πιο σύντομα. Η υπερένταση όμως δεν φεύγει εύκολα.
Υπάρχει κάποιο σχόλιο θεατή το οποίο σου έγινε μετά την παράσταση και σε συγκίνησε ιδιαίτερα;
Δεν είναι μόνο ένα. Με συγκίνησαν πολύ κάποιοι μαθητές που παρακολούθησαν την παράσταση κι ενώ νόμιζα ότι θα κάνουν φασαρία και δε θα είναι συγκεντρωμένοι, συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Κατά τη διάρκεια της παράστασης άκουγα χαρτομάντιλα να ανοίγουν και τα παιδιά να φυσούν τη μύτη και να σκουπίζουν τα μάτια τους απ´ την συγκίνηση. Άλλοτε μπορεί κάποιος να μη μού πει κάτι αλλά να τον δω βουρκωμένο μετά την παράσταση και να με πάρει μια σφιχτή αγκαλιά. Έχω λάβει πολλή αγάπη από τους θεατές αυτής της παράστασης και την γυρίζω πίσω με τη σειρά μου χωρίς καμία έκπτωση.
Ο ήρωας υποστηρίζει σε μια φράση του ”Γι’ αυτά που δεν μπορείς να μιλήσεις, καλύτερα να σιωπάς”. Τώρα ξέρω πως αυτή η φράση είναι λάθος. Γι’ αυτά που δεν μπορείς να μιλήσεις, πρέπει να μιλάς!». Πιστεύεις ότι αυτή η φράση συμπυκνώνει και το νόημα του έργου;
Ναι, ακριβώς αυτό πιστεύω. Γι’ αυτό μίλησα προηγούμενος για ένα έργο που δεν αφορά μόνο σε έναν μετανάστη. Αυτή είναι και η αγαπημένη μου φράση στο έργο. Ο Σαντ παροτρύνει τον κόσμο να τολμήσει και να μιλήσει. Να μην ανέχεται την κακοποίηση, οποίας μορφής κι αν είναι αυτή. Και πιστεύω επίσης ότι όταν εκφράζεις αυτό που δεν σού αρέσει, αμέσως ανακουφίζεσαι, σε βοηθάει στην αυτοεκτίμηση σου και νιώθεις πιο δυνατός. Έχει βέβαια σημασία ο τρόπος που διαλέγει κανείς να κοινοποιήσει αυτό που θέλει.
Η τέχνη τελικά μπορεί να μιλήσει για όλα αυτά που εμείς σιωπούμε;
Αυτός είναι ο ρόλος της. Να μετακινεί, να ευαισθητοποιεί, να αφυπνίζει και γενικότερα να προτείνει τρόπους και διεξόδους. Αλλιώς δεν έχει λόγο ύπαρξης, κατά την γνώμη μου. Η τέχνη μάς δυναμώνει και κάθε μέρα διαπιστώνω πως την έχουμε απόλυτη ανάγκη.