Το found footage είναι ένα υποείδος του horror κινηματογράφου που, αν και έχει δημιουργήσει κάποιες από τις πιο τρομακτικές ταινίες της δεκαετίας, ταυτόχρονα έχει προκαλέσει την απογοήτευση των φανατικών του είδους. Η δημοτικότητα αυτού του στυλ εκτοξεύθηκε με ταινίες όπως το Blair Witch Project και το Paranormal Activity. Oι οποίες χρησιμοποίησαν τη “βιντεοκάμερα στο χέρι” τεχνική για να δημιουργήσουν ένταση και ρεαλισμό. Ωστόσο, μερικές από τις πιο υποσχόμενες ιστορίες τρόμου δεν κατάφεραν ποτέ να φτάσουν το πλήρες δυναμικό τους λόγω αυτής της προσέγγισης. Στο άρθρο αυτό, θα εξετάσουμε γιατί το found footage συχνά αποτυγχάνει να δημιουργήσει την απαραίτητη ατμόσφαιρα τρόμου. Καθώς και τις ταινίες που, κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσαν να είναι αριστουργήματα αν δεν ακολουθούσαν αυτό το μοτίβο.
Η γέννηση του Found Footage και η δημοφιλία του

Η αρχή του found footage στον κινηματογράφο μπορεί να εντοπιστεί στο Blair Witch Project (1999). Το οποίο δημιούργησε μια αίσθηση αυθεντικότητας και τρόμου απλά και μόνο με το γεγονός ότι η ταινία παρουσιάστηκε ως “αληθινή” καταγραφή. Η τεχνική της κάμερας στο χέρι, σε συνδυασμό με την αίσθηση ότι ο θεατής παρακολουθεί κάτι που έχει “ανακαλυφθεί”, έφερε έναν νέο αέρα στην κινηματογραφική βιομηχανία, κάνοντάς την να φαίνεται πιο άμεση και ρεαλιστική. Παρά τη φτωχή παραγωγή και τα στοιχειώδη μέσα, η ταινία κατάφερε να τρομάξει το κοινό, παίζοντας με τους φόβους της απομόνωσης και του αόρατου κινδύνου. Το ίδιο μοτίβο ακολουθήθηκε από το Paranormal Activity (2007). Το οποίο προσέφερε μια ανάλογη “πραγματική” εμπειρία τρόμου μέσα από την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων μιας οικογένειας μέσω της κάμερας ασφαλείας τους.

Αλλά ενώ αυτές οι ταινίες κατάφεραν να εκμεταλλευτούν την τεχνική με αποτελεσματικό τρόπο, το είδος έχει χάσει μεγάλο μέρος της έντασης και του τρόμου που αρχικά πρόσφερε. Με αποτέλεσμα πολλές ταινίες να αποτυγχάνουν να εκμεταλλευτούν πλήρως τις δυνατότητές τους.
Το πρόβλημα με την ατμόσφαιρα
Η δύναμη του τρόμου βρίσκεται στην ατμόσφαιρα. Η προσεκτικά σκηνοθετημένη ένταση, οι φωτισμοί, οι ήχοι και οι καλοσχεδιασμένοι χώροι είναι απαραίτητα στοιχεία για να δημιουργηθεί η αίσθηση του φόβου. Στο found footage, ωστόσο, η κάμερα στο χέρι και η ασταθής κίνηση περιορίζουν τις δυνατότητες του σκηνοθέτη να δημιουργήσει μια αποτελεσματική ατμόσφαιρα. Όταν το κοινό παρακολουθεί την ταινία μέσα από τη συνεχώς κουνισμένη κάμερα, η ένταση που προσπαθεί να δημιουργηθεί συχνά εξανεμίζεται. Η “ρεαλιστικότητα” του στυλ αποσπά την προσοχή, καθιστώντας την ατμόσφαιρα πιο αποδιοργανωμένη και λιγότερο τρομακτική. Σε πολλές περιπτώσεις, η διαρκής κίνηση της κάμερας ή η έλλειψη εστίασης στον φόβο του χώρου αποδυναμώνει το συναίσθημα του τρόμου που ο θεατής θα μπορούσε να βιώσει με άλλες κινηματογραφικές τεχνικές.
Οι χαμένες ευκαιρίες – Ταινίες που θα μπορούσαν να είναι αριστουργήματα

Πολλές ταινίες τρόμου που ακολουθούν το found footage μοτίβο φαίνεται να έχουν μεγάλες δυνατότητες. Αλλά αποτυγχάνουν να τις αξιοποιήσουν λόγω του περιορισμένου αυτού στυλ. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Grave Encounters (2011), το οποίο βασίζεται σε μια ομάδα ερευνητών παραφυσικών φαινομένων που εγκλωβίζονται σε ένα στοιχειωμένο νοσοκομείο. Παρά τη συναρπαστική πλοκή και την ευκαιρία για δημιουργία έντονης ατμόσφαιρας, το found footage στυλ προκαλεί μία συνεχόμενη αποδιοργάνωση στην αφήγηση, κάνοντάς την λιγότερο τρομακτική από ό,τι θα μπορούσε να είναι.

Παρόμοιο είναι το πρόβλημα με το The Taking of Deborah Logan (2014), μια ταινία για την αποδόμηση του τρόμου που μπορεί να προκαλέσει μια απίστευτα ανατριχιαστική ατμόσφαιρα, αν οι δημιουργοί είχαν επιλέξει μια πιο παραδοσιακή προσέγγιση. Το constant zoom-in της κάμερας και η αίσθηση του “αληθινού” κάποιες φορές θολώνουν την ένταση και αφαιρούν από τη δύναμη του τρόμου.
Εξαιρέσεις στον κανόνα – Ταινίες που χρησιμοποίησαν το Found Footage με επιτυχία

Φυσικά, υπάρχουν και εξαιρέσεις. Ταινίες όπως το REC (2007) και το [•REC]2 (2009) κατάφεραν να εκμεταλλευτούν το found footage με τρόπο που ενίσχυσε την τρομακτική ατμόσφαιρα. Οι δύο αυτές ταινίες καταφέρνουν να χρησιμοποιήσουν την κάμερα στο χέρι για να δημιουργήσουν ένταση και να εμβαθύνουν στην αίσθηση του φόβου, διατηρώντας όμως την εστίαση στην πλοκή και την ατμόσφαιρα.
Η διαφορά εδώ είναι ότι το REC δεν προσπαθεί να γίνει “ρεαλιστικό” με κάθε κόστος, αλλά εκμεταλλεύεται το found footage σαν ένα εργαλείο για να ενισχύσει το στοιχείο του τρόμου, το οποίο αναπτύσσεται φυσικά μέσα από την ένταση της ατμόσφαιρας και τις εξελίξεις στην πλοκή.
Συμπεράσματα
Παρά τις λίγες εξαιρέσεις, το found footage παραμένει ένα υποείδος που συχνά αποτυγχάνει να προσφέρει το βάθος και την ένταση που μπορεί να έχει μια παραδοσιακή ταινία τρόμου. Ενώ η ιδέα του “ρεαλιστικού τρόμου” έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει έντονα συναισθήματα, η εξάρτηση από την ασταθή κάμερα και τη φυσικότητα του στυλ μπορεί να βλάψει τη δυνατότητα της ταινίας να τρομάξει το κοινό με τον σωστό τρόπο. Οι ταινίες που καταφέρνουν να ισορροπήσουν σωστά την ατμόσφαιρα και το found footage είναι ελάχιστες. Αλλά αυτές που το πετυχαίνουν συνήθως προσφέρουν μία από τις πιο έντονες κινηματογραφικές εμπειρίες τρόμου.