Tο νησί της Λίμνης Παμβώτιδας βρίσκεται στην καρδιά των βουνών. Καθημερινά, από την προκυμαία των Ιωαννίνων ξεκινούν πολυάριθμα δρομολόγια με προορισμό το νησάκι της πόλης, το μοναδικό χωρίς όνομα, το οποίο έχει περίπου 200 μόνιμους κατοίκους. Το επισκέπτομαι για να συναντήσω μια αναγνωρίσιμη μορφή των Ιωαννίνων, τον ξακουστό Αρχιερέα, κατά κόσμο Δημήτρη Δελλή, έναν «ερημίτη φιλόσοφο» που από το 1998 έχει αποποιηθεί τελείως τον υλικό κόσμο, ζει μοναχικά και ασχολείται μόνο με τη συγγραφή.
«Γεννήθηκα στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων το 1947», λέει. «Από πολύ νωρίς ασχολήθηκα με το ψάρεμα. Ο πατέρας μου, κουρέας στο επάγγελμα, καταγόταν από τα Ιωάννινα και η μητέρα μου από το νησί, απόγονος ενός αφορισμένου Φιλανθρωπινού μητροπολίτη του 17ου αιώνα. Δύσκολα χρόνια. Κακουχίες, φτώχεια και στερήσεις. Από τότε έμαθα να ζω με τα λίγα και να μη μου λείπουν τα πολλά. Ο παππούς μου, αυτοεξόριστος σε μια σπηλιά εκείνη την περίοδο αλλά και ο δάσκαλος τότε του νησιού, ήταν οι άνθρωποι που με καθόρισαν. Από τον παππού μου θυμάμαι τις αφηγήσεις του από την Οδύσσεια και την Ιλιάδα. Απ’ αυτόν, επίσης, άκουσα τις πρώτες γαλλικές λέξεις.
»Έτσι, στα 14 μου χρόνια πούλησα τριάντα κιλά ψάρια και αγόρασα με τα χρήματα αυτά μια μέθοδο εκμάθησης Γαλλικών, για να μάθω μόνος μου τη γλώσσα. Εκ του αποτελέσματος συνειδητοποιώ ότι ήταν ό,τι καλύτερο αποφάσισα να κάνω στη ζωή μου. Έτσι, έγινα gentil organisateur στο Club Mediterranée της Κέρκυρας, του Αιγίου και στο Λεζέν της Ελβετίας. Σε ηλικία 16 ετών ξεναγούσα τους τουρίστες στα άγνωστα και ερημικά τότε Ζαγοροχώρια. Κάποια στιγμή αποφάσισα να πάω στο Παρίσι για μια απλή επίσκεψη, η οποία τελικά έμελλε να διαρκέσει περίπου 28 χρόνια. Στην πόλη του φωτός κατάφερα να γίνω ένας απ’ τους πιο διάσημους Έλληνες όπως ο Κώστας Γαβράς, η Μελίνα Μερκούρη, η Νάνα Μούσχουρη και φυσικά η κολλητή μου, Ειρήνη Παππά.
Για τον Δημήτρη Δελλή είναι πολύ ενοχλητική η ανοησία της αγέλης, όπως λέει χαρακτηριστικά και συνεχίζει: «Η ελληνική σκέψη είναι μία. Δεν υπάρχει νεοελληνική. Ο νεοελληνισμός είναι απόρροια του Βυζαντίου που θέλησε να παρουσιάσει την ελληνική σκέψη ως εσφαλμένη και διορθωμένη από τη χριστιανική θρησκεία. Αυτό είναι και το κυριότερο θέμα που με απασχολεί γιατί εδώ, τώρα, έρχομαι και λέω σε όσους είναι χριστιανοί: “Δεν μπορεί να είστε Έλληνες, αφού εσείς είστε χριστιανοί”.
Από δω και πέρα, λόγω της έκδοσης του νέου του βιβλίου, θα ταξιδέψει ξανά στο Παρίσι, αφού αυτό έχει επιλεγεί να ενταχθεί στον προγραμματισμό των «Belles Lettres» για το έτος 2024, σε δύο γλώσσες, τα αρχαία ελληνικά και τα γαλλικά. Λίγο πριν τον αποχαιρετήσω, τον ρωτώ τι τον έχει διδάξει η ζωή. «Στην προσωπική σου διαδρομή σημασία έχει να καταφέρεις να γνωρίσεις τον δαίμονά σου, εκείνον δηλαδή που θα αλλάξει τη μοίρα σου. Κι εγώ είμαι ευγνώμων γιατί ευτύχησα να τον γνωρίσω ‒ ήταν εκείνος ο άνθρωπος που με έσπρωξε να μάθω γαλλικά. Κλείνοντας, θα ήθελα να σου θυμίσω μια φράση του Πλούταρχος: “Ζω σε μια μικρή πόλη και μου αρέσει να μένω, για να μη γίνει μικρότερη”». Κλείνοντας την εξώπορτα, τον ακούω να φωνάζει: «Και να μην ξεχνάς ποτέ ότι το αλλού είναι εδώ».