Ο Ελληνικός Κινηματογράφος
Αναλύοντας τις Ταινίες που Αποτελούν Ορόσημο στο Ελληνικό Σινεμά
Ο ελληνικός κινηματογράφος, με τη βοήθεια πολύ ταλαντούχων ανθρώπων, έχει τη δύναμη να προκαλέσει έντονα συναισθήματα. Η εικόνα που μας μεταφέρεται, σε συνδυασμό με τη συγκίνηση που ξεχειλίζει μέσα από κάθε σκηνή, μας προκαλεί, μας αγγίζει, μας ξυπνά. Μας ταξιδεύει σε έναν άλλο κόσμο. Παλιό. Λίγο ξεχασμένο και κάπως πιο συγκινησιακό. Νιώθουμε το αλμυρό αεράκι να μας χαϊδεύει το μάγουλο εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα που ήμασταν παιδιά. Τις ζεστές ακτίνες του ήλιου που γλύφουν πάνω στο δέρμα μας. Ακούμε τη μουσική, άλλοτε να μας ξεσηκώνει, κι άλλοτε να μας φέρνει δάκρυα στα μάτια.
Ο ελληνικός κινηματογράφος δεν βασίζεται σε εντυπωσιακά εφέ ούτε σε πολύπλοκες πλοκές. Η δύναμή του βρίσκεται αλλού: σε ένα βλέμμα που κρατά λίγο παραπάνω απ’ όσο πρέπει, σε μια σιωπή που λέει περισσότερα απ’ ό,τι χίλια λόγια. Είναι οι γυναίκες που κοιτούν τον ορίζοντα στη Μικρά Αγγλία, περιμένοντας κάτι που δεν θα έρθει ποτέ. Είναι οι Νύφες, φορτωμένες με την προίκα και τη μοίρα τους, ταξιδεύοντας σε έναν άγνωστο τόπο με μοναδικό προορισμό έναν άντρα που δεν γνώρισαν ποτέ. Είναι η Φόνισσα που σέρνει πάνω της ολόκληρη την ιστορία του τόπου της και αποφασίζει, μέσα από το έγκλημα, να φωνάξει για την αδικία.
Στη Μικρά Αγγλία του Παντελή Βούλγαρη, η Άνδρος γίνεται πρωταγωνίστρια. Τα σπίτια των ναυτικών, φτιαγμένα από πέτρα και όνειρα, κρύβουν μυστικά που ψιθυρίζουν τα κύματα. Η Όρσα και η Μόσχα, δύο αδερφές δεμένες μα και χωρισμένες από την αγάπη, κοιτούν τη θάλασσα σαν να περιμένουν απαντήσεις. Κάθε πλάνο μυρίζει αλάτι και ανεκπλήρωτο πόθο, κάθε σιωπή κουβαλά το βάρος μιας ολόκληρης ζωής. Και όταν η τραγωδία χτυπά, νιώθεις το κρύο του νερού να σου κόβει την ανάσα, σαν να είσαι κι εσύ εκεί, στην καρδιά της Άνδρου.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ το βαρύ, ανθρώπινο συναίσθημα της λύπης και της απόγνωσης που μου προκάλεσε η Μικρά Αγγλία όταν την πρωτοείδα. Αυτή η απόγνωση για έναν ανολοκλήρωτο έρωτα — κι ας μην ήταν ο δικός μου, κι ας μην ήμουν εγώ η Όρσα. Αυτή η λύπη, όταν αυτός ο έρωτας χάθηκε για πάντα στην αγκαλιά της θάλασσας. Το ταξίδι των χρωμάτων και των αρωμάτων με μετέφερε σε ένα “εκεί” που έγινε το δικό μου “τώρα”.
Ούτε θα λησμονήσω ποτέ την ανατριχίλα που ένιωσα τη στιγμή της εκτέλεσης στο Τελευταίο Σημείωμα και το δάκρυ που έτρεξε στο μάγουλό μου για εκείνες τις ψυχές που προσπαθούσαν να κρατηθούν από την ελπίδα ότι θα ζήσουν, ότι ίσως κατάφερναν να βγουν ζωντανοί από το στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Στο Τελευταίο Σημείωμα, ο Βούλγαρης υφαίνει έναν καμβά πόνου και αντίστασης. Οι 200 της Καισαριανής, με τα μάτια γεμάτα φόβο μα και αξιοπρέπεια, γράφουν τα τελευταία τους λόγια σαν να απευθύνονται σε όλους μας. Η μουσική του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη αγκαλιάζει τις σκηνές σαν μοιρολόι, ενώ το γκρίζο του στρατοπέδου κάνει την ελπίδα να μοιάζει με θαύμα. Κάθε βήμα προς την εκτέλεση είναι σαν μαχαιριά, μα ταυτόχρονα μια υπενθύμιση: ακόμα και στο σκοτάδι, η ανθρωπιά δεν σβήνει.
Κάθε ταινία κουβαλάει μέσα της το βάρος της Ιστορίας. Από το Τελευταίο Σημείωμα του Παντελή Βούλγαρη, που δίνει φωνή σε όσους έφυγαν χωρίς να ακουστούν, μέχρι το Ουζερί Τσιτσάνης, όπου η μουσική λειτουργεί σαν αντίδοτο στον πόλεμο και τον διχασμό. Η Πολίτικη Κουζίνα και ο Καζαντζάκης ξυπνούν μια άλλη Ελλάδα — γευστική, πνευματική, βαθιά ανθρώπινη. Μια Ελλάδα που δεν χάνεται, ακόμα κι όταν την ξεριζώνουν. Η Ευτυχία μάς χαρίζει την προσωπική ιστορία μιας γυναίκας που γεννήθηκε για να γράφει τραγούδια, όχι για να ακούγεται. Κι όμως, ακούστηκε. Μέσα από φωνές άλλων, έγινε η φωνή όλων.
Στην Ευτυχία, η Ελλάδα του ρεμπέτικου ζωντανεύει μέσα από τα μάτια της Παπαγιαννοπούλου. Κάθε στίχος της είναι σαν δάκρυ που πέφτει σε ένα ποτήρι ούζο, σαν γέλιο που ηχεί σε μια ταβέρνα. Η ζωή της, γεμάτη πόνο και δημιουργία, μοιάζει με τα τραγούδια της: βαθιά, αληθινή, αιώνια. Βλέποντας την ταινία, νιώθεις το μπουζούκι να δονεί την καρδιά σου, σαν να κάθεσαι δίπλα της, ακούγοντας τις ιστορίες της. Και όταν οι νότες σωπαίνουν, η φωνή της μένει, σαν φάρος για όσους ψάχνουν την αλήθεια.
Η Πολίτικη Κουζίνα του Τάσου Μπουλμέτη είναι σαν συνταγή που φτιάχνεται με μπαχάρια και αναμνήσεις. Η Κωνσταντινούπολη, με τις μυρωδιές της και τις πληγές της, ζωντανεύει μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που μεγαλώνει με γεύσεις και ιστορίες. Κάθε πιάτο κουβαλά έναν ξεριζωμό, κάθε γεύση μια νοσταλγία. Και όταν η Πόλη χάνεται, μένουν οι μνήμες, σαν φωτογραφίες που δεν ξεθωριάζουν. Είναι μια ταινία που σε κάνει να γεύεσαι την Ελλάδα, ακόμα κι αν δεν την έχεις ζήσει.

Μια νέα πνοή
Και ύστερα, μέσα σε όλον αυτόν τον κυκλώνα εικόνων, έρχεται ο Έτερος Εγώ του Σωτήρη Τσαφούλια. Μια ταινία που δεν μοιάζει με τα άλλα, αλλά πατά γερά στην ίδια ελληνική ψυχή. Μια ψυχή που αναζητά το νόημα ακόμα και μέσα στο σκοτάδι. Που ψάχνει τον εαυτό της μέσα από γρίφους και σκιές — εκεί που ο λόγος σταματά.

Στον Έτερος Εγώ, ο Τσαφούλιας μας βυθίζει σε έναν κόσμο σκοτεινό, μα βαθιά ανθρώπινο. Η Αθήνα, με τις βροχερές της νύχτες και τα μυστικά της, γίνεται σκηνικό για μια αναζήτηση που μοιάζει αρχαία: ποιος είμαι; Οι γρίφοι του δολοφόνου, σαν στίχοι από χαμένο ποίημα, οδηγούν τον ήρωα —και εμάς— σε απαντήσεις που πονάνε. Και μέσα από το σκοτάδι, η ελληνική ψυχή λάμπει, σαν κερί που δεν σβήνει, όσο κι αν φυσά ο άνεμος.
Η Μουσική ως Ψυχή της Ελλάδας
Η μουσική είναι ο παλμός αυτών των ταινιών, το αίμα που κυλά στις φλέβες τους. Στο Ουζερί Τσιτσάνης, οι νότες του Βασίλη Τσιτσάνη γίνονται αντίσταση, σαν φωνή που αρνείται να σωπάσει μέσα στην Κατοχή. Στην Ευτυχία, οι στίχοι της Παπαγιαννοπούλου είναι σαν προσευχές, σαν μοιρολόγια που ενώνονται με το μπουζούκι του Ζαμπέτα και άλλων μεγάλων. Ακόμα και στη Μικρά Αγγλία, η μουσική της Κατερίνας Πολέμη ντύνει τις σιωπές, σαν αεράκι που φέρνει μαζί του τη μυρωδιά της θάλασσας. Αυτές οι μελωδίες δεν είναι απλώς ήχοι — είναι η Ελλάδα που τραγουδά, που κλαίει, που ονειρεύεται. Είναι η φωνή ενός λαού που, μέσα από τον πόνο, βρίσκει πάντα τρόπο να χορεύει.
Ακόμα κι αν όλα γύρω μας αλλάζουν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, ο ελληνικός κινηματογράφος μένει εκεί. Σαν ένας καθρέφτης που, αντί να δείχνει απλώς το πρόσωπό μας, μας αποκαλύπτει την ψυχή μας. Ένας καθρέφτης που δεν φοβάται να δείξει τις ρωγμές, τις πληγές, αλλά και την ελπίδα. Κι αυτό είναι ίσως το πιο πολύτιμο δώρο του: μας θυμίζει ότι είμαστε άνθρωποι.
Ποια από αυτές τις ταινίες θα σας αγγίξει; Η θάλασσα της Μικράς Αγγλίας που κρύβει έρωτες; Το μπουζούκι του Ουζερί Τσιτσάνης που φέρνει ελπίδα; Ή μήπως οι γρίφοι του Έτερος Εγώ που ψιθυρίζουν αλήθειες; Ανοίξτε την καρδιά σας και αφήστε τον ελληνικό κινηματογράφο να σας δείξει τον δρόμο προς την ψυχή σας.