Σύμφωνα με άρθρο του news247.gr
Από τον Ιούνιο του 1950 όταν και επιστρέφει στην Ελλάδα για να αναδιοργανώσει τον τότε σχεδόν διαλυμένο παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ (ένα χρόνο μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου και την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού) ο Νίκος Μπελογιάννης γίνεται ο “αγαπημένος” των διωκτικών αρχών, οι οποίες αφιερώνουν στα αρχεία τους σελίδες επί σελίδων για τον “λίαν επικίνδυνον κομμουνιστήν” και επιχειρούν να παρακολουθούν την κάθε του κίνηση (όσο τους επέτρεπε η τεχνογνωσία τους εκείνη την εποχή).
Ο Μπελογιάννης φυσικά δεν ήταν άγνωστος στις αρχές. Τουναντίον, ο φάκελος του είχε “γεμίσει” ήδη από την περίοδο πριν την 28η Οκτωβρίου του 1940, κατά την οποία ο γεννημένος το 1915 στην Αμαλιάδα κομμουνιστής “έγραψε” τέσσερις συνολικά καταδίκες για κομμουνιστική δράση. Η έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου μάλιστα τον βρήκε, όπως εκατοντάδες άλλους κομμουνιστές, στις φυλακές της Ακροναυπλίας μετά τα συντριπτικά χτυπήματα που κατάφερε στον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ η δικτατορία Μεταξά και ο διαβόητος Υπουργός Δημοσίας Τάξης, Μανιαδάκης. Για να κερδίσει την ελευθερία του και να ενταχθεί στον ΕΛΑΣ, ο Μπελογιάννης χρειάστηκε να κάνει μία ακόμα παράτολμη ενέργεια, να δραπετεύσει το 1943 από το νοσοκομείο Σωτηρία.
Η Ελλάδα του 1950 βέβαια ήταν μία διαφορετική, σε σχέση με την προπολεμική, Ελλάδα. Το ΚΚΕ είχε ηττηθεί στα πεδία των μαχών μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο (1946-1949) και έψαχνε τρόπους να κρατήσει αναμμένη τη φλόγα των εν Ελλάδι κομμουνιστών αναδιοργανώνοντας τα κατά τόπους παράνομα δίκτυά του. Ο Νίκος Μπελογιάννης, μαζί με την άλλη εμβληματική φιγούρα του κομμουνιστικού κινήματος εκείνης της εποχής, τον Νίκο Πλουμπίδη, θεωρήθηκε ιδανικός για αυτήν τη δουλειά.
Σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές της περιόδου, αλλά και τις αναφορές των στελεχών του ΚΚΕ, ο Μπελογιάννης ήταν πράγματι ικανότατος. Πνεύμα οργανωτικό με βαθιά μαρξιστική μόρφωση, αλλά και ιδιαίτερες ευαισθησίες (λάτρης της λογοτεχνίας), ο 35χρονος το 1950 κομμουνιστής είχε αφιερώσει ήδη τη ζωή του στην ιδέα της κοινωνικής χειραφέτησης. Από τον Ιούνιο του 1950 όταν και βρέθηκε στην Αθήνα (μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού είχε διαφύγει στις σοσιαλιστικές χώρες) έδωσε τα πάντα έτσι, ώστε το ΚΚΕ να αποκτήσει το παλιό του οργανωτικό σφρίγος και να απευθυνθεί στις μάζες μέσω των -αναγκαστικά-παράνομων δραστηριοτήτων του.
Οι διωκτικές αρχές όμως ήταν από τους πρώτους μήνες της επιστροφής του στην Ελλάδα ένα βήμα πίσω του και όσο περνούσε ο καιρός στένευαν ολοένα και περισσότερο τον κλοιό γύρω από τον Μπελογιάννη και το περιβάλλον του.
Ήδη, από τις 16 Οκτωβρίου του 1950, τέσσερις μήνες μετά την επιστροφή του Μπελογιάννη στα πάτρια εδάφη, η Υπηρεσία Πληροφοριών ζητά από την Υποδιεύθυνση Χωροφυλακής της Αμαλιάδας οποιαδήποτε πληροφορία για τον καταζητούμενο κομμουνιστή, αφού “ενδέχεται να δρα ούτος και σήμερον υπέρ του ΚΚΕ ή στην περιφέρεια ημών ή και αλλαχού ή να έχει καταφύγει εις τας συμμορίας ή να ευρίσκεται στα φυλακάς ή στας εξορίας”, όπως σημειώνεται στο σχετικό έγγραφο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Υπηρεσία Πληροφοριών ζητά να μάθει πληροφορίες ακόμα και για πιθανό του θάνατο, δείγμα ότι τα ίχνη του πρέπει να βρεθούν πάση θυσία, αφού “από μακρού χρόνου στερούμεθα πληροφοριών εν σχέσει με τη διαγωγήν, δράσιν και ενεστώσαν αυτού διαμονήν”.
Εννοείται ότι ο Μπελογιάννης εκείνη την εποχή δεν κυκλοφορούσε στην Αθήνα με την κανονική του ταυτότητα. Είχε φροντίσει να προμηθευτεί πλαστή με τα στοιχεία Γεώργιος Χόχολης του Ευαγγέλου και της Αλεξάνδρας, “γεννημένος το 1913 εις Ζέλιτσα Καλαμών και κατοικών στην οδό Μαυρομιχάλη 47”. Εννοείται, επίσης, ότι οι Αρχές γνώριζαν άριστα το σύνολο της προπολεμικής του πολιτικής δραστηριότητας. Το Δελτίο Εγκληματικότητας του Μπελογιάννη με τον αριθμό 219502 δεν άφηνε περιθώρια για παρερμηνείες, καθώς σε αυτό αναγράφονταν και οι τέσσερις προπολεμικές καταδίκες του για κομμουνιστική δράση (όλες επί δικτατορίας Μεταξά, μεταξύ του 1936 και του 1938).
Το αστυνομικό τμήμα της Αμαλιάδας ανταποκρίνεται στο αίτημα της Υπηρεσίας Πληροφοριών και παρέχει κάθε πληροφορία που έχει στη διάθεσή του για τη δράση του Νίκου Μπελογιάννη. Οι λεπτομέρειες για τη δραστηριότητά του πριν την 28η Οκτωβρίου 1940 ήταν γνωστές στις αρχές και έτσι ο συντάκτης του σημειώματος δεν αφιέρωσε παρά μόνο λίγες γραμμές σε εκείνη τη χρονική περίοδο. Περισσότερες είναι οι πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο έδρασε ο καταζητούμενος κατά τη διάρκεια της Κατοχής (όταν και εντάχθηκε το 1943 στον ΕΛΑΣ Πελοποννήσου) και ακόμη περισσότερες είναι οι γνώσεις του συντάκτη για την περίοδο από την 31η Μαρτίου 1946 (ημερομηνία έναρξης του Εμφυλίου Πολέμου) και μετά. Αναφέρονται λεπτομέρειες για την άνοδό του Μπελογιάννη στη ιεραρχία του Δημοκρατικού Στρατού, για τη στρατιωτική του δράση και τη φυγή του στην Αλβανία “ακολουθείς τον Ζαχαριάδη” μετά την οριστική κατάρρευση του μετώπου και τη σύμπτυξη του Δ.Σ. στην Αλβανία.
Οι αρχές κατορθώνουν στις 20 Δεκεμβρίου του 1950 να συλλάβουν τον Μπελογιάννη, ο οποίος στην αρχή δίνει τα ψεύτικα στοιχεία του. Γεώργιος Χόχολης του Ευαγγέλου και της Αλεξάνδρας. Μέσω όμως της παραβολής των δακτυλικών αποτυπωμάτων προκύπτει η πραγματική του ταυτότητα. Πρόκειται για τον Μπελογιάννη Νικόλαο του Γεωργίου “σεσημασμένον και καταχωρημένον εν τω Γραφείο ημών υπ’ αυξ.αριθμόν 219502”. Πρόκειται, όπως είδαμε και πιο πριν, για τον αριθμό του Δελτίου Εγκληματικότητας, το οποίο αποτελεί τρόπον τινά το “διαβατήριο” του Μπελογιάννη για το περιβάλλον των διωκτικών αρχών.
Το παρακάτω έγγραφο αποστέλλεται από τη Διεύθυνση Εγληματολογικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Δημοσίας Τάξης στην Υποδιεύθυνση της Ασφάλειας. Από τις 20 Δεκεμβρίου του 1950 και μετά, ο Μπελογιάννης περνά τις (τελευταίες στη ζωή) μέρες του μεταξύ φυλακής και δικαστικής αίθουσας.
Ακόμα όμως και μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη, στις 30 Μαρτίου του 1952 (μαζί με τους Δημήτρη Μπάτση, Ηλία Αργυριάδη και Νίκο Καλούμενο), οι διωκτικοί μηχανισμοί του κράτους εξακολουθούν να ασχολούνται με τον νεκρό, πια, κομμουνιστή, δείγμα του ότι η συνολική αξία του και ο βαθμός “επικινδυνότητάς” του τον καθιστούσαν ιδιαίτερα υπολογίσιμο αντίπαλο για το μετεμφυλιακό κράτος.
Σε δελτίο της Υπηρεσίας Πληροφοριών με ημερομηνία την 7η Ιουνίου 1952 (κάτι παραπάνω από δύο μήνες μετά την εκτέλεση) καταγράφεται ότι σε κινηματογράφο της Χάιφα στο Ισραήλ, μετά από πρωτοβουλία του Κομμουνιστικού Κόμματος της χώρας, έλαβε χώρα προβολή ταινίας που αφορούσε τη δίκη του Μπελογιάννη και των συντρόφων του.
Επιπρόσθετα, στις 20 Αυγούστου του 1953, ένα χρόνο και πέντε μήνες μετά την εκτέλεση, η Υπηρεσία Πληροφοριών του Α’ Σώματος Στρατού καταγράφει ότι η Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών της απέστειλε “συνημμένως εν αντίτυπον δελτίον εκπαιδευθέντων ιδία εις Σχολάς Κατασκοπείας του Σιδηρού Παραπετάσματος Κομμουνιστοσυμμοριτών”. Σύμφωνα με το έγγραφο, ο Μπελογιάννης φοίτησε σε σχολή της αλβανικής πόλης Μπούρελι (στα αλβανικά Μπουρέλ). Πιο δίπλα, σημειώνεται: “Εξετελέσθη ως κατάσκοπος την 1/4/1952”.
Ακόμα, πάντως, και μέσα στον υπαλληλικό τους οίστρο, οι διώκτες του Μπελογιάννη δεν φαντάζονταν εκείνη την εποχή ότι το όνομα του νέου από την Αμαλιάδα, που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο, θα μνημονευόταν ακόμα και 70 χρόνια μετά την εκτέλεσή του. Ίσως η θυσία του Μπελογιάννη και των τριών συντρόφων του, όπως στη συνέχεια και η θυσία του Νίκου Πλουμπίδη, να μην πήγαν τελικά χαμένες. Το κίνημα των επόμενων δεκαετιών πάτησε πάνω σε αυτές τις θυσίες για να διαμορφώσει τις δικές του δράσεις και να εκφράσει τα δικά του προτάγματα.
Πηγή: news247.gr