«Στον βατήρα της ζωής αν κερδίσω το χάλκινο είμαι καλά. Ο χαλκός είναι πιο σκληρό κράμα. Το χρυσό είναι ότι ζω, ότι υπάρχω, ότι είμαι διαχρονική. Ότι ο Θεός (αν το λέμε έτσι, κάτι υπάρχει ανώτερο από μας) δεν μου έκοψε αυτό το νήμα» λέει σε μία από τις λίγες τηλεοπτικές συνεντεύξεις της, στην δημοσιογράφο Εύη Κυριακοπούλου, η Γιώτα Γιάννα, κοιτώντας την στα μάτια ευθύβολα, σχεδόν κοιτώντας την με την ίδια της την ψυχή.
«Ο χρόνος είναι απαξιωτικός για όλους. Έτσι μου είχε πει κάποτε και η Μαλβίνα η Κάραλη. Την είχα γνωρίσει, σε ένα μικρό χώρο που ήμουν κάποτε, στου Δημήτρη του Θεοφίλου. “Ποια είναι εκείνη με το σκαμμένο πρόσωπο και με αυτή τη φωνή. Μέσα σε αυτές τις ρυτίδες είναι όλη της η ζωή”» θα πει στη συνέχεια εκφράζοντας ευγνωμοσύνη που ένας άλλος, εξίσου συναισθηματικός και ευφυής άνθρωπος, την κατάλαβε. Μεγάλη της τιμή.
«Δεν είμαι από τους πρωτοκλασάτους»
«Δεν έχω κανένα πρόβλημα, κανέναν ενδοιασμό, κανέναν μικροψυχισμό και καμία μετάβαση στον χρόνο» θα απαντήσει όταν η Εύη Κυριακοπούλου στην εκπομπή της ΕΡΤ, «Η ζωή είναι αλλού», θα της ζητήσει να πάνε πίσω στον χρόνο, σε μία αναδρομή της ζωής της. Μιας ζωής που όπως λέει δεν επεδίωξε να γίνει το πρώτο βιολί.
«Δεν είμαι από τους πρωτοκλασάτους, είμαι από άλλη στρατιά» προσθέτει, ενώ θυμάται μια ατάκα που της είχε πει Κώστας Χατζής: «Αν κάπου δεν ταιριάζεις δεν πειράζει, θα πας κάπου αλλού και θα σε μάθουν κι άλλοι Έλληνες».
Η φυσαρμόνικα είναι όργανο ψυχής
Για τη Γιώτα Γιάννα ήταν ανεκτίμητο δώρο να εκπέμπει στις ίδιες δονήσεις με τους άλλους. Αυτό την κινούσε. Να καταφέρει να έχει την ίδια σχέση που είχε με τη φυσαρμόνικά της, την οποία ποτέ δεν αποχωριζόταν. «Φυσαρμόνικα μου έμαθε να παίζω ένας ξάδερφός μου, εκεί στη γειτονιά, με τα χαμηλά σπίτια» λέει και τα μάτια της γεμίζουν. «Τον άκουγα μέσα από τους τοίχους και έμαθα να παίζω κι εγώ. Η φυσαρμόνικα δεν έχει νότες, είναι όργανο ψυχής» συμπληρώνει για ξεκαθαρίσει:
«Δεν το επέλεξα το τραγούδι, είμαι το τραγούδι. Από τότε που, μικρούλα, έσπαγα πιάτα στον μαρμάρινο νεροχύτη στο σπίτι μας»
Η Γιώτα Γιάννα γεννήθηκε στους Αμπελόκηπους της Αθήνας, απέναντι από την Αγία Τριάδα, όπου και ζούσε μέχρι την τελευταία της πνοή, την οποία άφησε στις 5 Ιουλίου του 2023, στα 95 της. «Αγαπάω τη γειτονιά μου» θα πει, «γιατί μου θυμίζει άλλες περιοχές, σαν την παλιά Κοκκινιά και την Αμφιάλη. Γειτονιές που έχουν αυλές και που η μία γειτόνισσα μιλάει ακόμα με την άλλη, που έχουν γαζίες και παπαρούνες».
«Το πραγματικό μου όνομα είναι Παναγιώτα Γιαννέλου» διευκρινίζει και παραδέχεται ότι χρησιμοποιεί το επίθετό της μόνο όταν ενθουσιάζεται ειλικρινώς από μία γνωριμία -«Χάρηκα! Γιαννέλου! Σπάνια το λέω»
Μια πολυτάραχη, αδάμαστη ζωή
Η μάνα της Μικρασιάτισσα, πέθανε νωρίς και εκείνη μεγάλωσε με τον πατέρα της και τη μητριά της. Ο πατέρας της είχε καταγωγή από τα Τρίκαλα Θεσσαλίας.
Ο ένας από τους δύο αδελφούς της, ο Δημήτρης, πέθανε στην Κύπρο το ’74, σε ηλικία 19 ετών. Μπήκε στη μάχη και δεν επέστρεψε ποτέ. Μέχρι το τέλος της ζωής της σχεδόν πήγαινε στην Κόρινθο για να δώσει τσιγάρα και γλυκά στους φαντάρους με την προσδοκία πως πίσω από την σκοπιά μπορεί εκείνος, σαν άγγελος να εμφανιστεί και να της χαμογελάσει.
Ξεκίνησε παίζοντας φυσαρμόνικα δίπλα στη Σοφία Βέμπο. Εκτίμησαν το ταλέντο της και την πήραν.
«Ήταν κορυφαία η Σοφία τότε. Με άκουσε κάποιος φίλος στη γειτονιά μου. Έπαιζα φυσαρμόνικα με τον ξάδελφο μου Γιώργο Παρασκευόπουλο. Πήγαινα στου Γαϊτάνου και έπαιρνα φυσαρμόνικες στη Στοά του Ορφέως μάλιστα με τον πατέρα μου» θα πει σε συνέντευξή της στα ΝΕΑ και τον δημοσιογράφο Δημήτρη Μανιάτη.
«Με ακούει κάποιος γείτονας, φίλος του Λειβαδά, του άρεσα, με ρώτησε αν ήθελα να με ακούσει η Σοφία. Και πάω. Στο θέατρο της Βέμπο, στο Σύνταγμα τότε. Αυτό που κράταγα το ήξερα καλά. Εγώ το είχα το βέλος. Με ακούει, είναι δε και εκεί ο Τραϊφόρος. Μου πρότειναν να πάω εκεί για συνεργασία. Αμέσως. Δούλεψα εκεί. Με αγαπούσε πολύ. Δούλεψα μετά στα καλύτερα μαγαζιά. Με τα μεγαθήρια.
»Φεύγω από κει και αρχίζω εμφανίσεις, τιμή που βρέθηκα με σπουδαίους καλλιτέχνες. Να ταράζεις τα νερά, αλλά να είσαι και καλός κολυμβητής. Κατάλαβες; Με τη Βέμπο ήμουν 16 ετών. Μεταπηδώ στα λαϊκά. Στη Θεσσαλονίκη, στο Πανόραμα, με ακούει η Μαίρη Λίντα, αυτή με παρότρυνε. Δεν μου είπε, πρέπει να γίνεις. Μου είπε πρέπει να τραγουδήσεις».