Μεταξύ όσων συμβαίνουν στην Ουκρανία, από την ημέρα που ο Βλαντίμιρ Πούτιν διέταξε την εισβολή των Ρώσων, είναι και μια καθημερινότητα που περιλαμβάνει και την προσφυγή των πολιτών στα καταφύγια, άπαξ και ακουστούν οι σειρήνες. Οι φωτογραφίες της ζωής των αμάχων σε αυτά προκαλούν από σφίξιμο στο στομάχι έως απόγνωση και στον πιο ‘άνιωθο’. Eννοώ ακόμα και σε εκείνους που επιμένουν να κεντράρουν στο ‘δέντρο’, χάνοντας το ‘δάσος’.
Η απορία που είχε το Magazine δεν ήταν η προφανής (αν υπάρχουν καταφύγια στην Ελλάδα), αλλά αν ο μη γένoιτο θα μπορούσαμε να τα χρησιμοποιήσουμε, σε περίπτωση που τα χρειαστούμε.
Θα έχεις υπ’ όψιν σου πως στη χώρα υπάρχουν τα πάντα (δηλαδή, αποκτήθηκαν τα πάντα), αλλά λίγα λειτουργούν, αφού ως έθνος δεν τιμάμε ό,τι περιλαμβάνει αυτό που λέγεται πρόληψη και προετοιμασία (περιλαμβάνει και την συντήρηση) ή την εξέλιξη. Ακόμα και για πράγματα που ξέρουμε πως θα χρειαστούμε. Πόσο μάλλον, για υποδομές που είναι (ευτυχώς) αχρείαστες για δεκαετίες. Μάλλον θα θυμάσαι πως είμαστε αυτοί που πνιγόμαστε με μια βροχή, αποκλειόμαστε με ένα χιόνι και καιγόμαστε με έναν καύσωνα.
Το πάλαι ποτέ ωστόσο, υπήρχε κρατικός μηχανισμός που αν διαβάσεις πόσο οργανωμένος και αποτελεσματικός ήταν, θα πιστεύεις ότι μιλάμε για άλλη χώρα. Έτσι αισθάνθηκα κατά τη συζήτηση που είχα με τον Kωνσταντίνο Κυρίμη, συγγραφέα του βιβλίου με τίτλο “Tα καταφύγια της Αττικής” (1936-56), που κυκλοφόρησε υπό την αιγίδα της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού (ΓΕΣ/ΔΙΣ). Δηλαδή, η ΔΙΣ ζήτησε τη συνεργασία, όταν έμαθε πως υπάρχει κάποιος που ερευνά επί χρόνια, το θέμα των καταφυγίων στην Ελλάδα.
Οι σπουδές του κυρίου Κυρίμη ήταν στην πληροφορική και τα ασφαλιστικά. Πάντα ωστόσο, αγαπούσε την ιστορία και αρθρογραφούσε στον Ειδικό Τύπο πάνω από 15 χρόνια, επί ζητημάτων που έχουν να κάνουν με τη στρατιωτική ιστορία. Παράλληλα είχε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για οτιδήποτε αθέατο και υπόγειο υπάρχει στην Αττική. Έτσι, ανακαλύπτοντας τα καταφύγια, συνδύασε αυτά τα δύο ενδιαφέροντα. Εντυπωσιάστηκε, όπως λέει, με το πόσα πολλά ήταν τα καταφύγια, πώς δομήθηκαν και πώς επηρέασαν τη ζωή των κατοίκων της πόλης . Θεώρησε ότι “είναι ένα είδος ιστορικής αδικίας, ότι δεν ήταν πλήρως καταγεγραμμένη η ιστορία τους”, αναφέρει χαρακτηριστικά. Και κάπως έτσι, ξεκίνησε τη διαδικασία καταγραφής τους.
Τον ρώτησα πόσα καταφύγια υπάρχουν, τελικά. Μου είπε πως δεν ήταν ασφαλές να πει απλά έναν αριθμό. Και εξήγησε τους λόγους.
“Από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ειδικά από το ’30 στην Ευρώπη υπήρχε φόβος και ανησυχία για το τι θα συμβεί, αν ξεσπάσει πόλεμος. Κυρίως φοβούνταν τις αεροπορικές επιθέσεις και τη ρίψη αερίων και χημικών μέσα στην πόλη. Από τις αρχές του ’30 οι κρατούντες σκέφτονταν να οργανώσουν την αεράμυνα. Ο Ιωάννης Μεταξάς όμως, ήταν εκείνος που πέρασε στην πράξη και έτσι, τα καταφύγια άρχισαν να κατασκευάζονται το 1936.
Είχε προβλέψει πως έρχεται πόλεμος στην Ευρώπη και ότι το κυρίαρχο όπλο θα ήταν το αεροπλάνο. Άρα, αυτομάτως θα προέκυπτε ζήτημα με τις πόλεις και τους αμάχους -όπως είχε συμβεί ήδη, π.χ. στον ισπανικό εμφύλιο. Αυτά τα γεγονότα, ο Μεταξάς τα παρακολουθούσε εντατικά και δε θα επέτρεπε να συμβεί κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα.
Η φιλοσοφία του καθεστώτος από το 1936 έως το 1940 δεν ήταν της λογικής ‘να εγκαινιάζουμε καταφύγια, απλά για να βγούμε φωτογραφίες’, αλλά ‘να προστατευτούμε ουσιαστικά’. Είχαν καταλάβει πως το κτίριο από μόνο του δεν σώζει κανέναν. Υπήρχε ένα ολοκληρωμένο πλέγμα δράσεων. Όχι ένα μαγικό κτίριο, όπου πήγαινες χωρίς προετοιμασία, χωρίς τίποτα και λειτουργούσαν όλα τέλεια. Η νοοτροπία της τότε κοινωνίας μπορούσε να υποστηρίξει τα όσα έγιναν“.
Ποιος μας έδωσε την τεχνογνωσία; “Η κάθε χώρα είχε το δικό της τρόπο -τότε υπήρχαν πολλές σχολές. Εμείς μάλλον επηρεαστήκαμε από τους Γερμανούς, οι οποίοι μάλιστα μας προμήθευσαν και με πολύ υλικό (θωρακισμένες πόρτες, μηχανές που ανανέωναν τον αέρα κλπ). Τελικά, τα χρησιμοποιήσαμε όλα αυτά για να αμυνθούμε σε αυτούς που μας τα πούλησαν”. Οι Γερμανοί εν τω μεταξύ, έχτισαν πολλά καταφύγια και για δικούς τους σκοπούς, την περίοδο της κατοχής. “Όταν αποχώρησαν, τα οικειοποιηθήκαμε και τα εντάξαμε στο δικό μας σύστημα πολιτικής προστασίας. Μας έμειναν ‘προίκα’ από τους Γερμανούς».
Ο ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ ΤΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ ΣΕ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΥΣΤΗΡΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ.
“Πέραν του να ετοιμαστεί αμιγώς στρατιωτικά (με εξοπλισμούς), ο Μεταξάς εκπόνησε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο πολιτικής προστασίας. Η δημιουργία καταφυγίων ανήκε σε αυτό. Κατ’ αρχάς έφτιαξε εκατοντάδες δημόσια καταφύγια, αλλά δεν έφταναν για όλον τον πληθυσμό της Αττικής.
Έτσι, έγινε μετακύληση της ευθύνης κατασκευής τους και σε άλλους φορείς. Κυρίως. στα ‘ανεξάρτητα ιδρύματα’ όπως έλεγαν τότε τα υπουργεία, τις βιομηχανίες, τα μεγάλα εργοστάσια. Αυτά ήταν υποχρεωμένα, με δική τους μέριμνα, να προβούν σε ενέργειες αεράμυνας. Δηλαδή, να έχουν τα κατάλληλα μέτρα, όπως δημιουργία καταφυγίου, εκπαίδευση του προσωπικού κλπ.
Με ψήφιση αναγκαστικού νόμου, από το 1936 απαγορευόταν η οικοδόμηση πολυκατοικίας από 3 ορόφους και πάνω, εάν δεν είχε καταφύγιο. Πρώτα λοιπόν, οι κατασκευαστές έκαναν σχέδιο, το πήγαιναν στην αεράμυνα και εφόσον εκείνη το ενέκρινε, πήγαινε στην πολεοδομία. Μετά γινόταν και έλεγχος από την αεράμυνα, για να διαπιστωθεί αν τηρούνταν οι κανονισμοί -αν όντως είχαν γίνει όσα προέβλεπε το σχέδιο. Σε περίπτωση ασυμφωνίας μεταξύ “σχεδιασμένου καταφυγίου” και “κατασκευασμένου καταφυγίου”, ο ιδιοκτήτης είχε μόλις 30 ημέρες για να προβεί στις απαραίτητες διορθώσεις, ειδάλως προβλέπονταν αυστηρότατες ποινές.
Οι κατασκευαστές, δεν έπαιρναν ένα απλό υπόγειο και το βάφτιζαν ‘καταφύγιο’. Υπήρχαν αρμόδιοι κρατικοί φορείς, με κύριο εξ αυτών, την Ανώτατη Διοίκηση Αντιαεροπορικής Άμυνας, έναν στρατιωτικό φορέα που είχε στο δυναμικό του και πολίτες (αρχιτέκτονες, μηχανικούς, καθηγητές πανεπιστημίου). Αυτοί έφτιαξαν τη ‘λευκή βίβλο’ για το πώς πρέπει να είναι τα καταφύγια -οι χώροι, τα υλικά, οι διαστάσεις. Υπήρχαν αυστηρές κρατικές προδιαγραφές, για όλες τις κατασκευαστικές πτυχές ενός καταφυγίου“.
ΚΑΘΕ ΑΤΟΜΟ ΕΙΧΕ ΕΝΑ ΤΕΤΡΑΓΩΝΙΚΟ ΚΑΙ 3 ΜΕΤΡΑ ΥΨΟΣ, ΣΤΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΟΥ
“Κάθε καταφύγιο είχε μεν, τα δικά του χαρακτηριστικά. Υπήρχαν όμως, και κάποια κατασκευαστικά στοιχεία που απαντώνται σχεδόν σε όλα. Ήταν οι θωρακισμένες πόρτες, οι κεντρικοί θάλαμοι, οι βοηθητικοί θάλαμοι, οι προθάλαμοι, οι στοές, οι έξοδοι διαφυγής, οι χώροι υγιεινής, οι δεξαμενές ύδατος κλπ. Δεν ήταν υποχρεωτικό να υπάρχουν όλα αυτά μαζί. Κατά κύριο λόγο όμως, έπρεπε να υπάρχουν αυτά”.
Βάσει των προδιαγραφών, ανάλογα με το πλήθος των ανθρώπων που βρίσκονταν σε ένα κτίριο, το οικείο καταφύγιο έπρεπε να μπορεί να υποστηρίξει το συνολικό πλήθος. Προβλεπόταν χώρος 3 κυβικών μέτρων, ανά άτομο. Δηλαδή, ένα τετραγωνικό μέτρο και 3 μέτρα ύψος για κάθε άτομο. Δεν ήταν ένας τυχαίος αριθμός. Είχε υπολογιστεί πως όταν κλείνουν οι θωρακισμένες πόρτες αεροστεγώς (για να μην περάσουν τυχόν χημικά αέρια), ο άνθρωπος καταναλώνει ένα κυβικό αέρα, ανά ώρα. Επίσης, ο μάξιμουμ χρόνος παραμονής στο καταφύγιο είχε οριστεί στις 3 ώρες. Έτσι, βγήκε η φόρμουλα”.
Έξω από κάθε καταφύγιο υπήρχε σχετική σήμανση και ο αριθμός των ανθρώπων που μπορούσε να φιλοξενήσει. Ώστε όλοι να γνωρίζουν που πρέπει να προστρέξουν, ακόμα και αν δε γνώριζαν καλά την περιοχή.
ΟΙ ΑΣΚΗΣΕΙΣ, ΟΙ ΟΙΚΟΦΥΛΑΚΕΣ ΚΑΙ Η ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ
Υπήρχαν προβλέψεις για τη συντήρηση;», ρώτησα η αδαής, με τον κύριο Κυρίμη να εξηγεί ότι “κάθε καταφύγιο είχε έναν υπεύθυνο. Λεγόταν οικοφύλακας. Δεν ήταν κάποιος που διάλεγαν οι πολίτες. Έπρεπε να περάσει από κρατικό σχολείο, που διαρκούσε από μια εβδομάδα έως ένα μήνα και εφόσον ‘αποφοιτούσε’, γινόταν υπεύθυνος. Φρόντιζε να είναι πάντα καθαρό, να μην έχει εμπόδια, να μπαίνουν σωστά οι πολίτες στις ασκήσεις και να μεταλαμπαδέψει τις γνώσεις του, στην υπόλοιπη ‘κοινότητα αεράμυνας’.
Πρέπει να καταστεί σαφές πως όταν μιλάμε για καταφύγια, είναι χρήσιμο να μην έχουμε στο μυαλό μας μόνο τα κτίρια. Χρειάζεται καλή οργάνωση κρατικής αεράμυνας. Πράγμα που σημαίνει πως όταν γινόταν ο βομβαρδισμός, οι πολίτες έπρεπε να ξέρουν πού να πάνε και ακριβώς τι πρέπει να κάνουν. Σε κάθε αστυνομικό τμήμα, το κράτος είχε ένα Απόσπασμα Παθητικής Αεράμυνας το οποίοι αναλάμβανε με το πέρας του βομβαρδισμού να απεγκλωβίσει τους ανθρώπους από τυχόν ερείπια. Υπήρχαν και άλλα εξειδικευμένα συνεργεία Αεράμυνας, όπως Αποκατάστασης Βλαβών (να ξαναπάρει μπροστά το ρεύμα ή να αποκαταστήσει βλάβες στο δίκτυο ύδρευσης), τραυματιοφορέων, ή ανίχνευσης και απολύμανσης χημικών. Υπήρχε οργάνωση. Μόνο το κτίριο δεν λέει κάτι”.
Κάθε καταφύγιο είχε και ομάδα προστασίας. “Στα εργοστάσια π.χ. ήταν υπάλληλοι επιφορτισμένοι με την προστασία των πολιτών. Σε δημόσια ή ιδιωτικά καταφύγια, υπήρχαν Χωροφύλακες και μέλη της Οργάνωσης Νέων του Καθεστώτος, της ΕΟΝ (που μεταξύ άλλων, μοίραζαν και φυλλάδια οικογενειακής προστασίας -κάτι που πολύ δύσκολα θα γινόταν τώρα). Υπήρχαν υπεύθυνοι επιβολής της τάξεως, ώστε να αποφευχθούν τα ατυχήματα και να γίνεται σωστά και με ασφάλεια η μεταφορά των πολιτών στα καταφύγια. Χωρίς πανικό”.
Ώπα. Γίνονταν και ασκήσεις; “Από το 1938 και μετά εντάθηκαν πολύ οι ασκήσεις. Μικρές γίνονταν συχνά στις διάφορες περιοχές. Μια φορά το χρόνο ωστόσο, γινόταν μια μεγάλη άσκηση που ‘έπιανε’ όλη την Αθήνα και τα προάστια”. Με αυτόν τον τρόπο οι καθ’ ύλην αρμόδιοι εξασφάλιζαν πως αν έλθει η ώρα της κρίσης, δεν θα προκληθεί πανικός (και θάνατοι από ποδοπατήματα), αφού όλοι θα είχαν εξασφαλίσει τον αυτοματισμό των ενεργειών τους -μέσω της επανάληψης. “Επίσης, τα παιδιά διδάσκονταν στα σχολεία παθητική αεράμυνα -κάτι που αν συνέβαινε σήμερα, θα προκαλείτο χάος από τις διαμαρτυρίες των γονιών. Με αυτό θέλω να πω ότι ως κοινωνία, δεν είμαστε έτοιμοι σήμερα να δεχθούμε ό,τι γινόταν τότε”.
ΠΑΜΕ ΛΟΙΠΟΝ, ΣΤΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ: ΠΟΣΑ ΗΤΑΝ;
“Εν πολλοίς, αυτό είναι ένα αναπάντητο ερώτημα. Από τα στοιχεία που έχω βρει, την 28η Οκτωβρίου πρέπει να υπήρχαν στην Αθήνα τουλάχιστον 12.000 καταφύγια. Αριθμός που είναι πλασματικός, καθώς όσο πλησίαζε ο πόλεμος έκαναν τα πάντα καταφύγια (με τις προδιαγραφές να περνούν σε δεύτερη μοίρα). Ας πούμε πως υπήρχαν 12.000 καταφύγια εκ-κατασκευής (έτσι λέγονταν τα αυθεντικά) και χιλιάδες που λέγονταν εκ-διασκευής”.
Προφανώς και δεν είχε μόνο η Αττική καταφύγια. “Δημιουργήθηκαν σε όλες τις πόλεις, στις οποίες υπήρχαν σημαντικές υποδομές, όπως για παράδειγμα λιμάνια και μεγάλες συγκεντρώσεις πληθυσμού. Έτσι, υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, το Βόλο και την Κέρκυρα που είναι κοντά στην Ιταλία”.
Πόσα διασώζονται; “Είναι άγνωστο. Όσο περνούν τα χρόνια, χάνονται. Οι παλιές πολυκατοικίες που τα διέθεταν, γκρεμίζονται. Τα δημόσια μπαζώνονται, για να περάσουν από πάνω δρόμοι. Τα λίγα που έχουν μείνει, είναι συνήθως σε κακή κατάσταση”.
Αν γίνει κάτι, θα μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε; “Πολλά εξ όσων απομένουν, θεωρούνται, επισήμως ενεργά. Άρα προβλέπεται συντήρησή τους και επισκέψεις αυτοψίας. Εντούτοις, οικονομικά και πρακτικά, είναι μάλλον αδύνατον να συντηρηθούν, ή ακόμα και να επιθεωρηθούν τακτικά, τόσα καταφύγια. Τα αρχεία δείχνουν πως οι τελευταίες μαζικές επιθεωρήσεις, έγιναν τη δεκαετία του ’70”.
“ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΝΑ ΑΓΟΡΑΖΕΙΣ ΑΝΤΙΕΡΟΠΟΡΙΚΑ ΜΕΣΑ, ΑΠΟ ΤΟ ΝΑ ΧΤΙΖΕΙΣ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ”
Τονίζει πως εύλογα ατόνησε το ενδιαφέρον “αφού τα καταφύγια αντικατοπτρίζουν έναν τρόπο πολέμου, που δεν υπάρχει πια”. Τι εννοεί;
“Τα αστικά καταφύγια φτιάχτηκαν, όταν δεν υπήρχαν όπλα ακριβείας. Οι βομβαρδισμοί γίνονταν με το ‘σύστημα’ carpet bombing. Δηλαδή, θες να πλήξεις τη Βουλή; Περνούν από πάνω 50 αεροπλάνα, πετούν από 10 βόμβες, διαλύουν τα πάντα γύρω από τη Βουλή και κάποιες πέφτουν και πάνω Βουλή. Τώρα, εκτοξεύονται βλήματα από 250 έως 300 χιλιόμετρα μακριά, με ακρίβεια 10 μέτρων. Οπότε δεν θα προλάβει κάποιος, καν να δει τις βόμβες. Όχι να χτυπήσει ο συναγερμός”.
Προσθέτει ότι υπάρχει και ένας άλλος παράγοντας “που δεν είναι μεν ανθρωπιστικός, αλλά ρεαλιστικός. Σε έναν τυφλό βομβαρδισμό (εποχής Β’ ΠΠ) μπορούσαν να χαθούν χιλιάδες άμαχοι. Σε σύγχρονά πλήγματα με όπλα ακριβείας, οι άμαχοι συνήθως είναι ελάχιστοι. Έτσι, δεν επενδύσεις εκατομμύρια (για να κατασκευάσεις καταφύγια) για να αποφύγεις τόσο μικρές απώλειες, γιατί οικονομικά-και-διοικητικά δε ‘συμφέρει’. Είναι πολύ πιο συμφέρον και αποτελεσματικό, να αγοράζεις σύγχρονα αντιαεροπορικά μέσα, παρά να χτίζεις καταφύγια“.
ΤΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ ΕΒΓΑΛΑΝ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΤΟΥΣ ΣΤΟΥΣ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΥΣ ΑΠΟ ΣΥΜΜΑΧΟΥΣ
Έκαναν απόσβεση τα καταφύγια στην Ελλάδα; “Η Αθήνα δεν βομβαρδίστηκε ποτέ, οπότε δεν τα χρειαστήκαμε. Ο Πειραιάς όμως, βομβαρδίστηκε πολλάκις, από τους Ιταλούς, τους Γερμανούς αλλά και τους Συμμάχους (το Γενάρη του ’44, από Άγγλους και Αμερικάνους). Ναι, η ειρωνία είναι ότι τα καταφύγια δεν μας προστάτευσαν μόνο από εχθρούς, αλλά και από συμμάχους.
Αυτοί ήταν ο λόγος που ‘έβγαλαν’ τα λεφτά τους. Πέθαναν περίπου 1000 άτομα, μόνο σε μια ημέρα συμμαχικών βομβαρδισμών, τον Ιανουάριο του 1944. Σκέψου πόσα σπίτια καταστράφηκαν. Ο Πειραιάς ερήμωσε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα”.
Πηγή: news247.gr