Βγήκα από την εποχή των “Mad Men”», είχε αναφέρει κάποτε ο Riddley Scott. «Επινοούσαμε τη σύγχρονη διαφήμιση τότε και τη σύγχρονη επικοινωνία. Για μένα η μεγάλη ερώτηση όταν κάνω μία ταινία είναι πάντα, “την επικοινωνώ;”. Αν δεν την επικοινωνείς, η ταινία σου δεν πρόκειται να κάνει τίποτα».
Ο διάσημος σκηνοθέτης είχε εργαστεί τόσο στη Νέα Υόρκη όσο και στο Λονδίνο σε μία ιδιαίτερη στιγμή για τη δημιουργική διαφήμιση, όταν όπως θυμάται «ο κόσμος εκείνη την εποχή έλεγε ότι οι τηλεοπτικές διαφημίσεις ήταν καλύτερες από τα τηλεοπτικά προγράμματα». Μέχρι να κάνει το ντεμπούτο του με το The Duellists το 1977, το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του που είχε βραβευτεί στις Κάννες, ο τέσσερις φορές υποψήφιος για Όσκαρ Scott είχε κάνει περίπου 2.000 διαφημίσεις. Υπολογίζει κάπου 100 τον χρόνο, δύο την εβδομάδα κατά μέσο όρο. «Έμεινα σε αυτό για 20 χρόνια γιατί απλώς το λάτρεψα», έχει ξεκαθαρίσει.
«Εκείνη την εποχή», συνέχισε, «επηρεάζαμε την εμφάνιση των ταινιών μεγάλου μήκους αλλά με επέκριναν επειδή παραήμουν “οπτικός”. Έλεγαν ότι τα έφτιαχνα όλα πολύ όμορφα, πολύ βασισμένα στην εικόνα. Σκεφτόμουν, “και τι σημαίνει αυτό;”. Το γεγονός ότι μπορούσα να σκηνοθετήσω καλύτερα από τους περισσότερους ανθρώπους – αυτό με έκανε τόσο απασχολήσιμο εμπορικό σκηνοθέτη – δε σήμαινε ότι δε με ενδιέφερε η αφήγηση. Εξακολουθώ να νιώθω έτσι. Δεν κάνω ραδιόφωνο, ταινίες κάνω».
Ο Scott ήταν μέλος μίας γενιάς Βρετανών κινηματογραφιστών που είχαν αναδυθεί από τις τάξεις των διαφημίσεων και, σύμφωνα με τον ίδιο, σε αυτές οφείλει ακόμα την αυτοπεποίθησή του πίσω από την κάμερα. Από τις διαφημίσεις είχαν ξεπηδήσει επίσης ο Michael Cimino του Ελαφοκυνηγού, ο Alan Parker του Εξπρές του Μεσονυχτίου, ο Guillermo del Toro του Λαβύρινθου του Πάνα, ή ο πολυαγαπημένος David Fincher που είχε προσπαθήσει να εξηγήσει στους γονείς του πως οι διαφημίσεις ήταν αναπόσπαστο μέρος του πλάνου του. Εκείνοι πίστευαν πως ο γιος τους θα έκανε μία μορφή τηλεοπτικού “για περάστε και θαυμάστε”, εκείνος γνώριζε πολύ καλά πως η διαφήμιση μπορεί να είναι ένα πολύ ζωντανό δημιουργικό πεδίο.
Με διαφημίσεις όπως αυτή της εταιρείας Παπαδοπούλου για τα 100 χρόνια της εμβληματικής οικογενειακής επιχείρησης, είναι καταφανέστατο.
Μέσα σε 2’ και 56’’, η διαφήμιση δε συμπυκνώνει μόνο την ιστορία του θρυλικού ελληνικού brand, αλλά τα συναισθήματα που αυτή μπορεί να εμπνεύσει σε όσους μεγάλωσαν μαζί του και δίπλα του. Η παραγωγή χρειάστηκε 3 μήνες προετοιμασίας, 4 ημέρες γυρισμάτων σε διαφορετικές τοποθεσίες της Αττικής, 42 ηθοποιούς σε βασικούς ρόλους και άλλους 100 σε δευτερεύοντες, 200 επιλεγμένα κοστούμια, 5 βεστιάρια και 4 ημέρες δοκιμής ρούχων, 2.5 περίπου τόνοι υλικά, κάτι λιγότερο από 1.000 τ.μ. τελάρα, και 4 μεγάλα φορτηγά με έπιπλα. Ποιος θα αμφισβητήσει ότι έχει την έμπνευση και τον κόπο μίας ολιγόλεπτης ταινίας μικρού μήκους;
Η διαφήμιση που μετράει πάνω από 1,8 εκατομμύρια views καταγράφει την άφιξη της οικογένειας Παπαδοπούλου το 1922 στον Πειραιά από την Κωνσταντινούπολη, όταν ο Ευάγγελος Παπαδόπουλος με τη μητέρα του και τους αδελφούς του έφτασαν στην Ελλάδα με αρχικό προορισμό τη Μασσαλία, για να βρεθούν μπροστά σε μία έκπληξη: Τη διαπίστωση ότι τα μπισκότα δεν ήταν διαδεδομένα στη χώρα μας.
Η οικογένεια που είχε ήδη κατακτήσει την τέχνη του μπισκότου από τα στενά της Κωνσταντινούπολης όπου τα πουλούσε σε πανεράκια αποφάσισε να μείνει στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε σε μία προσφυγική πολυκατοικία κοντά στο Λυκαβηττό, αγόρασε έναν μικρό φούρνο και ξεκίνησαν από την αρχή. Μέχρι το 1938 η βιοτεχνία είχε εγκατασταθεί στο πρώτο της μικρό εργοστάσιο στην Αθήνα και τα υπόλοιπα θα τα έγραφε η ιστορία. Αυτή που τόσο συγκινητικά απαθανατίζει η διαφήμιση.
«Δεν μπορείς να κάνεις 2.000 ταινίες σε μία ζωή», είχε τονίσει ο Scott. «Γι’ αυτό και είχα εμμονή με τις διαφημίσεις. Και αυτά που φτιάξαμε πριν από 30 χρόνια είναι ακόμα καλά σήμερα. Δε γερνούν». Θα κάνω την ίδια πρόβλεψη για τη διαφήμιση 100 χρόνια Παπαδοπούλου: Η ιστορία μίας οικογένειας.
Πηγή: oneman.gr