Όταν η καρδιά θυμάται όσα το μυαλό σβήνει.
Πώς να ήταν άραγε η ζωή μας αν είχαμε τη δυνατότητα, εν μια νυκτί, να διαγράψουμε όλες τις αναμνήσεις μας από σημαντικούς ανθρώπους και τα συναισθήματα που μας έχουν στιγματίσει; Ξέρετε, αυτές τις καλές που, όταν τις θυμάσαι, σου αφήνουν ένα γλυκόπικρο συναίσθημα κι ένα όμορφο μειδίαμα. Αλλά και τις άλλες, τις “γάμησε τα”, που έρχονται σαν κλέφτες στη θύμησή σου και σου γαμάνε το είναι. Και έτσι, tabula rasa πλέον, να αρχίσεις από την αρχή. Μοιάζει ιδανικό σενάριο – και για κάποιους, μαζί κι εμένα, είναι. Φαντάσου να πέφτεις στο κρεβάτι μισός, κουρελιασμένος, γεμάτος πληγές. Και όταν ξυπνάς, να μην θυμάσαι τίποτα πια. Να μην υπάρχει τίποτα στη ζωή σου που να σου τον θυμίζει. Καμία ανάμνηση. Και έτσι απλά να συνεχίζεις, με αιώνια λιακάδα και καθαρό μυαλό.
Πόσο εύκολο είναι να τιθασεύσεις το μυαλό και τη σκέψη; Λες “τέλος” ή χρησιμοποιείς ακόμη κόλπα για να ξεγελαστείς. Λένε πως, αν είσαι ένας λόφος από σκατά ψυχολογικά και αρχίσεις να χαμογελάς, κάποια στιγμή θα το νιώσεις κι αυτό το χαμόγελο. Αυτό είναι το μυαλό σου. Τέτοια είναι η δύναμη που κρατάς στα χέρια σου. “Το μυαλό είναι ένας όμορφος υπηρέτης, μα και ένας επικίνδυνος αφέντης”, είχα διαβάσει κάπου. Και δεν θα μπορούσα να διαφωνήσω. Αλλά η καρδιά… η καρδιά είναι ακόμη πιο επικίνδυνη. Δεν ξεχνάει ποτέ. Φροντίζει να σου το υπενθυμίζει, ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Είναι γεμάτη συναισθήματα, αναμνήσεις και αυτή τη μυρωδιά του. Εκείνη που, όταν την πιάνεις στην ατμόσφαιρα από τον τύπο που πέρασε δίπλα σου ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, νιώθεις ηλεκτρικές εκκενώσεις να σε διαπερνούν. Και σου φέρνει στο μυαλό εκείνη την ηλίθια φορά που πήγατε βόλτα μαζί. Περπατούσατε αμέριμνοι, πιασμένοι χεράκι-χεράκι κάτω από ανθισμένα δέντρα. Ήταν η φορά που σε τράβηξε κοντά του και σε φίλησε. Εσύ ήθελες να κάνεις τα συνηθισμένα ναζάκια σου – να τραβηχτείς, να τον πειράξεις. Μέχρι που έβαλες το κεφάλι σου στον λαιμό του και πήρες μια γερή δόση από το άρωμά του. Σου θυμίζει πόσο το αγαπούσες αυτό το άρωμα. Και εκείνη την ουλή στο δεξί του μάγουλο, που ίσα φαινόταν, αλλά εσύ την είχες δει. Γιατί καθόσουν με τις ώρες και τον κοιτούσες.
Και αναρωτιέμαι: αν η καρδιά έχει τέτοια δύναμη, πώς γίνεται να μην ερωτευτείς ξανά τον ίδιο άνθρωπο που διέγραψες; Πώς μπορείς να αντισταθείς σε όσα σε έκαναν να τον ερωτευτείς τότε; Σε εκείνο το χαμόγελο που κάνει τα μάτια του να εξαφανίζονται; Στο άκυρο σχόλιο που πετάει και σε κάνει να ξεραθείς στα γέλια; Πώς γίνεται να μην τον ερωτευτείς ξανά από την αρχή, όταν έχεις νιώσει όλα αυτά; Αναπόφευκτα, όσες φορές κι αν σβήσεις τη μνήμη σου για να έχεις αυτή την πολυπόθητη αιώνια λιακάδα, η καρδιά θα σου θυμίζει.
Όταν εκείνος εμφανιστεί στον δρόμο σου, θα υπάρχει πάντα αυτή η αόρατη σύνδεση. Αυτή η οικειότητα, η ζεστασιά. Μπορεί να έχεις θάψει τις στιγμές σας τόσο βαθιά, που να μην μπορείς να τις επαναφέρεις. Μπορεί να τις έχεις διαγράψει. Αλλά πάντα, όταν τον κοιτάζεις – ακόμα κι αν είναι μόνο σε μια φωτογραφία – θα νιώθεις αυτό το σκίρτημα. Αυτή τη σπίθα που, αν της δώσεις τροφή, γίνεται φωτιά και σε καίει. Και έτσι, αυτό το καθαρό μυαλό με την αιώνια λιακάδα που αναζητάς καταλήγει να είναι μια άθλια επιβολή. Μια μάχη του μυαλού που αφήνει την καρδιά απ’ έξω.