Καλώς ήρθες στα Γιάννενα, την πόλη που μοιάζει με παλιό έρωτα: γκρινιάζεις, τη βρίζεις, λες «τέλος, φεύγω», αλλά στο τέλος κάθεσαι και παραγγέλνεις άλλο ένα freddo. Είναι η υγρασία που σε κάνει να νιώθεις σαν να πρωταγωνιστείς σε ταινία του Ταρκόφσκι, τα καφέ που φυτρώνουν σαν μανιτάρια σε βροχή, οι φοιτητές που κάνουν την πόλη να μοιάζει με αιώνιο Erasmus. Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε μια τυρόπιτα του Select και μια βόλτα στο Μώλο, συνειδητοποιείς ότι αυτή η πόλη σε έχει πιάσει στα δίχτυα της. Όπως λέμε κι εδώ: «Αν δεν σε πιάσει η Παμβώτιδα, θα σε πιάσει η ουρά για σουβλάκι στις 3 το πρωί».
Όταν λέμε «βαρέθηκα την υγρασία»
Ανοίγεις το παράθυρο το πρωί και μπαίνει μέσα η λίμνη ολόκληρη. Τα ρούχα σου κολλάνε σαν δεύτερο δέρμα, τα μαλλιά σου κάνουν φριζάρισμα λες και ετοιμάζεσαι για audition σε 80s ροκ μπάντα. Λες «τέλος, φεύγω για έρημο, δεν πάει άλλο». Και μετά, πας μια βόλτα στη λίμνη. Η πάχνη απλώνεται σαν σκηνικό του Tim Burton, το νησάκι φαίνεται σαν να κρύβει μυστικά του Αλή Πασά, και ξαφνικά ξεχνάς ότι πριν πέντε λεπτά ορκιζόσουν να μετακομίσεις στη Σαχάρα. Bonus: όταν η ομίχλη σου χαρίζει φωτογραφίες για Instagram που μαζεύουν likes σαν το τσίπουρο τις παρέες.
Όταν λέμε «δεν αντέχω άλλο τα καφέ»
Στα Γιάννενα, τα καφέ είναι σαν τα memes: όλο και κάποιο καινούργιο θα πεταχτεί. Πας σε ένα στενό που ορκίζεσαι ότι δεν έχεις ξαναδεί, και τσουπ, να σου ένα μαγαζί με industrial φωτισμό, ξύλινα τραπεζάκια και καρέκλες που πονάνε τη μέση σου αλλά «είναι στυλ». Λες «πνίγομαι, δεν πάει άλλο». Και μετά, πού σε βρίσκουν; Να πίνεις freddo στη Πάργης, να κοιτάς την περατζάδα και να σχολιάζεις κόσμο λες και διεκδικείς χρυσό σε ολυμπιακό άθλημα κουτσομπολιού. Και πού να δεις τον λογαριασμό: «4,50 ευρώ ο καφές; Ρε, πήρα latte ή μερίδιο σε start-up;»
Όταν λέμε «όλο φοιτητές, δεν γίνεται»
Παντού φοιτητές. Σαν να έχει γίνει open call για το μεγαλύτερο πάρτι της ζωής σου, που δεν τελειώνει ποτέ. Ουρές για καφέ, ουρές για σουβλάκια, ουρές για να πάρεις ανάσα. Και ενώ γκρινιάζεις για το χάος και τις φωνές στις 2 το πρωί που σε ξυπνάνε, τελικά κάθεσαι εκεί και λες: «Χμ, έχει πλάκα». Γιατί, ας είμαστε ειλικρινείς, αυτή η πόλη μένει για πάντα 20 χρονών, και κάπου μέσα σου το γουστάρεις. Αλλιώς, θα έβλεπες μόνο κατσίκες να βόσκουν και τρεις παππούδες να παίζουν τάβλι στην πλατεία. Και πού να πιάσουμε τις φοιτητικές κουβέντες που ξεκινάνε από το «τι ώρα είναι» και καταλήγουν σε φιλοσοφία ζωής μέχρι το ξημέρωμα.
Όταν λέμε «δεν έχει τίποτα να κάνεις»
Αυτή είναι η κλασική καραμέλα που πιπιλάμε όλοι. «Πάλι τα ίδια: λίμνη, κάστρο, δυο-τρία μουσεία, άντε και καμιά μπουγάτσα». Και μετά, τσουπ, έχει συναυλία στην Παραλίμνιο. Τσουπ, φεστιβάλ στο Κάστρο. Τσουπ, θέατρο στη Ζωσιμαία. Και σαν να μην έφταναν αυτά, η πιο random βόλτα στο κέντρο καταλήγει σε γνωστούς, κουβέντες, καφέδες και «άντε, πάμε για ένα τσιπουράκι». Που, φυσικά, πας. Και αν βαρεθείς την πόλη, πετάγεσαι στο Ζαγόρι ή το Μέτσοβο για μια δόση βουνού που σε κάνει να νιώθεις σαν πρωταγωνιστής σε ντοκιμαντέρ του National Geographic.
Όταν λέμε «θα φύγω, δεν είναι πόλη αυτή»
Η ατάκα-σημαία των Γιαννιωτών. Τη λες με στόμφο, με φωνή που θα ζήλευε ο Μάρλον Μπράντο, λες και φεύγεις αύριο για Αυστραλία. Και μετά… στερητικό. Γιατί, πες ό,τι θες, πού αλλού θα βρεις το ηλιοβασίλεμα της Παμβώτιδας που σε κάνει να ξεχνάς ότι έχεις λογαριασμούς να πληρώσεις; Πού θα βρεις την τυρόπιτα του Select, που είναι πρακτικά μνημείο της UNESCO; Πού θα βρεις το «χαλαρά» στο Μώλο, που ξεκινάει με «ένα ποτό» και καταλήγει σε καραόκε μέχρι τις 4 το πρωί; Και πού θα βρεις αυτή την αίσθηση ότι, ακόμα κι αν φύγεις για χρόνια, τα Γιάννενα σε περιμένουν σαν τον φίλο που λέει «έλα ρε, σαν να μην πέρασε μια μέρα»;
Και σαν κλασικός Γιαννιώτης (ή υιοθετημένος Γιαννιώτης), επιστρέφεις δακρύζοντας
Τα Γιάννενα είναι σαν εκείνο τον πρώην που βρίζεις, λες «δεν ξαναμιλάμε», σβήνεις φωτογραφίες, καίς γράμματα. Και μετά, δυο μήνες αργότερα, του στέλνεις «έλα να τα πούμε από κοντά». Έτσι είναι. Όσο κι αν λέμε ότι δεν μας αρέσουν, στο τέλος πάντα εδώ ξαναβρισκόμαστε. Γιατί τα Γιάννενα είναι έρωτας – με την κακή την έννοια, αλλά και με την καλή. Και μεταξύ μας, αν φύγεις, πού θα βρεις αλλού να παραγγείλεις «ένα διπλό χωρίς» και να σε καταλάβουν με τη μία;
Για περισσότερα νέα πατήστε εδώ